ελαΐνη — η λιπαρό οξύ που παράγεται με τη διάσπαση φυσικών ελαίων και λιπών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαϊδίνη — Οργανική ένωση, ισομερής προς την ελαΐνη. Παρασκευάζεται με επίδραση στην ελαΐνη νιτρώδους οξέος, τήκεται στους 36°C και, αν σαπωνοποιηθεί από αλκάλια, δίνει ελαϊδινικό οξύ και γλυκερίνη. * * * η χημική ένωση ισομερής με την ελαΐνη … Dictionary of Greek
ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
μετουσιωτικά — Ουσίες που προκαλούν τη μετουσίωση (βλ. λ.) των πρωτεϊνών και άλλων βιολογικών πολυμερών. Μ. ονομάζονται, επίσης, οι ουσίες που προστίθενται σε μερικά φυσικά ή συνθετικά προϊόντα για να εμποδιστεί η χρήση τους, σε τομείς διαφορετικούς από… … Dictionary of Greek